Ξυπνά με μια σκιά στο πλάι
κοιτάει αλλού, δεν της μιλάει
ψάχνει της ρόμπας το κορδόνι
κι αργά τη μέρα ξεκλειδώνει
Ο ήλιος λάμπει κι ανεβαίνει
αυτός τη σκάλα κατεβαίνει
βλέπει παντού στα σκαλοπάτια
αγάπες που `σβησαν σαν μάτια
Στο Ατταρίν με τους καθρέφτες
άνεμοι ράθυμοι και σέρτες
κρύβεται μέσα στο φουλάρι
και στο τσιγάρο που φουμάρει
Φθάνει στο Ράμλι με το τρένο
και μ’ ένα στίχο ραγισμένο
μπροστά η Μεσόγειος του γνέφει
μ’ αυτός στην πόλη επιστρέφει
Παρέα έχει στα βαγόνια
ανάσα από φθηνή κολόνια
οδός Σερίφ, οδός Ροζέτης
παλιός του πάθους οφειλέτης
Στην Αλεξάνδρεια νυχτώνει
λιώνει το φως σαν άσπρη σκόνη
η κάμαρά του καταφύγιο
με δυο κεριά στο κηροπήγιο
Η νύχτα αδειανό μπουκάλι
και η σκιά στον τοίχο πάλι
μετρά το χρόνο που περνάει
μονάχα η λύπη δε γερνάει
|
Ksipná me mia skiá sto plái
kitái allu, den tis milái
psáchni tis róbas to kordóni
ki argá ti méra kseklidóni
O ílios lábi ki aneveni
aftós ti skála kateveni
vlépi pantu sta skalopátia
agápes pu `svisan san mátia
Sto Attarín me tus kathréftes
ánemi ráthimi ke sértes
krívete mésa sto fulári
ke sto tsigáro pu fumári
Ftháni sto Rámli me to tréno
ke m’ éna stícho ragisméno
brostá i Mesógios tu gnéfi
m’ aftós stin póli epistréfi
Paréa échi sta vagónia
anása apó fthiní kolónia
odós Seríf, odós Rozétis
paliós tu páthus ofilétis
Stin Aleksándria nichtóni
lióni to fos san áspri skóni
i kámará tu katafígio
me dio keriá sto kiropígio
I níchta adianó bukáli
ke i skiá ston ticho páli
metrá to chróno pu pernái
monácha i lípi de gernái
|