Μια πληγωμένη σκύλα
λειτουργούσε τραγικά
έξω από ναούς και ιερά
λειτουργούσε τραγικά.
Παρατηρούσε μας ξεχώριζε
και μας κερνούσε πυρετό.
Κι ο δρόμος ήταν παντοδύναμος
ρουφούσε το αίμα για κρασί.
Κάπνιζε ομίχλη,
μασούσε πέτρες σώματα.
Χιλιάδες στόματα πικρά
παίρναν τη λύπη για χαρά.
Κι ανάβαν δάδες και κεριά
και φωτιζόταν η φθορά.
Μαύρη μεγάλη συμφορά,
πού να `ναι η Μελισσάνθη;
Σύνθημα και κραυγή
λυγμός στα χείλια των εφήβων
που με τα σώματα ζεστά από το κρεβάτι,
ερωτικά ξαπλώνουν με την άσφαλτο.
Με μια σημαία του έθνους
κρφωμένη στην καρδιά
φωνάζαν, ψάχναν να την βρουν
την Μελισσάνθη.
|
Mia pligoméni skíla
liturguse tragiká
ékso apó naus ke ierá
liturguse tragiká.
Paratiruse mas ksechórize
ke mas kernuse piretó.
Ki o drómos ítan pantodínamos
rufuse to ema gia krasí.
Kápnize omíchli,
masuse pétres sómata.
Chiliádes stómata pikrá
pernan ti lípi gia chará.
Ki anávan dádes ke keriá
ke fotizótan i fthorá.
Mavri megáli simforá,
pu na `ne i Melissánthi;
Sínthima ke kravgí
ligmós sta chilia ton efívon
pu me ta sómata zestá apó to kreváti,
erotiká ksaplónun me tin ásfalto.
Me mia simea tu éthnus
krfoméni stin kardiá
fonázan, psáchnan na tin vrun
tin Melissánthi.
|