Κοιμάσαι ακόμα δίπλα μου, νύχτα μου,
μικρή μου ζωγραφιά, κοιμάσαι.
Και ξέρω που ονειρεύεσαι, γλύκα μου,
πως θα ξυπνήσεις δίπλα μου και θα `σαι.
Και το κρεβάτι μας καρότσι ενός μωρού
που τρέχει μόνο στου βουνού την ανηφόρα,
τη λοταρία να προλάβει του χορού,
για να κερδίσει το ταξίδι κι άλλα δώρα.
Κοιτάζω το ρολόι μου, νιότη μου,
τον ύπνο που στερήθηκα για σένα
και ξέρω πως χαμογελάς σε όλη μου
τη χιονισμένη θάλασσα, Μιλένα.
Και το ταξίδι μας φευγιό ενός λαού
κι η διαθήκη από τώρα υπογραμμένη
και στα δοκάρια του ετοιμόρροπου ναού
στους επικηρυγμένους δίπλα αναρτημένη.
|
Kimáse akóma dípla mu, níchta mu,
mikrí mu zografiá, kimáse.
Ke kséro pu onirevese, glíka mu,
pos tha ksipnísis dípla mu ke tha `se.
Ke to kreváti mas karótsi enós moru
pu tréchi móno stu vunu tin anifóra,
ti lotaría na prolávi tu choru,
gia na kerdísi to taksídi ki álla dóra.
Kitázo to rolói mu, nióti mu,
ton ípno pu steríthika gia séna
ke kséro pos chamogelás se óli mu
ti chionisméni thálassa, Miléna.
Ke to taksídi mas fevgió enós lau
ki i diathíki apó tóra ipogramméni
ke sta dokária tu etimórropu nau
stus epikirigménus dípla anartiméni.
|