Σφύριξες σαν κλέφτης απ’ την Ανατολή,
έγινες δραπέτης που δε γυρεύει αναστολή.
Άγιασε το στρώμα που ‘λιωσε το κερί,
άναψες το στόμα κι έκαψες όλο το φιλί.
Μου βγήκε τ’ όνειρο κακό και δε γλιτώνω
απ’ την αγάπη σου κι απ’ όσα δε χρωστώ.
Ήρθε η στιγμή που όλα τώρα τα πληρώνω,
τα χρόνια που άτοκα και τζάμπα τα κρατώ.
Δεν τα παίρνουν πίσω στην πρώτη τη στιγμή,
άσε να σε ζήσω να έχω κάτι για αφορμή.
Θα `ρθει η συνήθεια πριν έρθει η αυγή,
πες μου την αλήθεια, εδώ που φτάσαμε ό,τι βγει.
Μου βγήκε τ’ όνειρο κακό και δε γλιτώνω
απ’ την αγάπη σου κι απ’ όσα δε χρωστώ.
Ήρθε η στιγμή που όλα τώρα τα πληρώνω,
τα χρόνια που άτοκα και τζάμπα τα κρατώ
|
Sfírikses san kléftis ap’ tin Anatolí,
égines drapétis pu de girevi anastolí.
Άgiase to stróma pu ‘liose to kerí,
ánapses to stóma ki ékapses ólo to filí.
Mu vgíke t’ óniro kakó ke de glitóno
ap’ tin agápi su ki ap’ ósa de chrostó.
Ήrthe i stigmí pu óla tóra ta pliróno,
ta chrónia pu átoka ke tzába ta krató.
Den ta pernun píso stin próti ti stigmí,
áse na se zíso na écho káti gia aformí.
Tha `rthi i siníthia prin érthi i avgí,
pes mu tin alíthia, edó pu ftásame ó,ti vgi.
Mu vgíke t’ óniro kakó ke de glitóno
ap’ tin agápi su ki ap’ ósa de chrostó.
Ήrthe i stigmí pu óla tóra ta pliróno,
ta chrónia pu átoka ke tzába ta krató
|