Πήραν οι μοίρες τ’ ανθισμένο το σπαθί
ήρθανε νύχτα πάνω στης σουλτάνας το κρεβάτι
και τη μυράνανε με τόσες ομορφιές
σαν αυτές δεν έχει δει ποτές ανθρώπου μάτι
Με τέτοια κάλλη σε πιάνει ζάλη
και σε μεθάνε πιο πολύ κι απ’ το κρασί
αχ βρε σουλτάνα ποια να ‘χεις μάνα
και μ’ έχεις πάρει στο λαιμό σου αχ εσύ
Ήτανε που λέτε στο ποτήρι να την πιεις
ήταν ένα όνειρο που έγινε αλήθεια
ήταν τα πλούτη η ζωή της βεδουνιάς
ήταν όπως λένε στης Χαλιμάς τα παραμύθια
Με τέτοια κάλλη σε πιάνει ζάλη
και σε μεθάνε πιο πολύ κι απ’ το κρασί
αχ βρε σουλτάνα ποια να ‘χεις μάνα
και μ’ έχεις πάρει στο λαιμό σου αχ εσύ
|
Píran i mires t’ anthisméno to spathí
írthane níchta páno stis sultánas to kreváti
ke ti miránane me tóses omorfiés
san aftés den échi di potés anthrópu máti
Me tétia kálli se piáni záli
ke se metháne pio polí ki ap’ to krasí
ach vre sultána pia na ‘chis mána
ke m’ échis pári sto lemó su ach esí
Ήtane pu léte sto potíri na tin piis
ítan éna óniro pu égine alíthia
ítan ta pluti i zoí tis veduniás
ítan ópos léne stis Chalimás ta paramíthia
Me tétia kálli se piáni záli
ke se metháne pio polí ki ap’ to krasí
ach vre sultána pia na ‘chis mána
ke m’ échis pári sto lemó su ach esí
|