Με λένε Εύα αμαρτωλή
στοιχειό του παραδείσου,
γυναίκα ξωτικό.
Με λένε Εύα κι αγρυπνώ
στα χείλη της αβύσσου
κι εσένα αναζητώ.
Τιαματ που γυρνάς,
που χορεύεις κι αγρυπνάς.
Ανάγλυφη στα μάτια μου
κρατάω την εικόνα στο φως του φεγγαριού
και γρήγορη σαν αστραπή
μου πάγωσε τα λόγια μια λάμα ξυραφιού.
Τιαματ που γυρνάς,
που χορεύεις κι αγρυπνάς.
Εσύ από την άβυσσο
μαζί με την Πανδώρα κοιτάτε τη ζωή
κι εγώ απ’ τον παράδεισο
οι τρεις μαζί κρατάμε του κόσμου το κλειδί.
Τιαματ που γυρνάς,
που χορεύεις κι αγρυπνάς.
|
Me léne Eva amartolí
stichió tu paradisu,
gineka ksotikó.
Me léne Eva ki agripnó
sta chili tis avíssu
ki eséna anazitó.
Tiamat pu girnás,
pu chorevis ki agripnás.
Anáglifi sta mátia mu
kratáo tin ikóna sto fos tu fengariu
ke grígori san astrapí
mu págose ta lógia mia láma ksirafiu.
Tiamat pu girnás,
pu chorevis ki agripnás.
Esí apó tin ávisso
mazí me tin Pandóra kitáte ti zoí
ki egó ap’ ton parádiso
i tris mazí kratáme tu kósmu to klidí.
Tiamat pu girnás,
pu chorevis ki agripnás.
|