Βγήκα στο δρόμο και αφέθηκα
στο πρωινό που μύριζε ψωμί
κάτι μου λέει πως τ’ ονειρεύτηκα
και θα με πάει σε χώρα μακρινή
Πρόσωπα και μάτια γελαστά
σε δρόμους και λεωφορεία
χέρια και χαμόγελα ζεστά
και μ’ έπιασε μια νοσταλγία
Έφτασα σπίτι μου και σάστισα
μπροστά στο σπίτι μου το πατρικό
κάτι μου λέει πως όλα άρχισαν
μ’ ένα ψωμί σταρένιο κι αχνιστό
Πρόσωπα και μάτια γελαστά
σε δρόμους και λεωφορεία
χέρια και χαμογελά ζεστά
και μ’ έπιασε μια νοσταλγία
Τρέχω με φόρα στο παράθυρο
να δω που βρίσκομαι και που πατώ
κι είδα μπροστά μου λίγο Φάληρο
κι αριστερά λιγάκι Υμηττό
|
Ogíka sto drómo ke aféthika
sto prinó pu mírize psomí
káti mu léi pos t’ onireftika
ke tha me pái se chóra makriní
Prósopa ke mátia gelastá
se drómus ke leoforia
chéria ke chamógela zestá
ke m’ épiase mia nostalgia
Έftasa spíti mu ke sástisa
brostá sto spíti mu to patrikó
káti mu léi pos óla árchisan
m’ éna psomí starénio ki achnistó
Prósopa ke mátia gelastá
se drómus ke leoforia
chéria ke chamogelá zestá
ke m’ épiase mia nostalgia
Trécho me fóra sto paráthiro
na do pu vrískome ke pu pató
ki ida brostá mu lígo Fáliro
ki aristerá ligáki Imittó
|