Φοβισμένη σε κοιτάζω ν’ ανεβαίνεις
βρώμικα σοκάκια στα κρυφά.
Κυριακή, κάποιο πελάτη περιμένεις
κι ίσως απόψε σου αφήσει αρκετά.
Το μπλου τζιν που θέλεις ν’ αγοράσεις
και κάνα τζιν στο μπαρ να με κεράσεις.
Με χρώματα πολύ παράξενα βαμμένη
φαντάζεις στο σκοτάδι σαν φτηνή θεά.
Μαζί μου χρόνια τώρα είσαι κολλημένη
μα ίσως απόψε μου φέρεις αρκετά.
Να δώσω γρήγορα τα νοίκια που χρωστάω
κι ώσπου να πιάσω την καλή θα σ’ αγαπάω.
|
Fovisméni se kitázo n’ anevenis
vrómika sokákia sta krifá.
Kiriakí, kápio peláti periménis
ki ísos apópse su afísi arketá.
To blu tzin pu thélis n’ agorásis
ke kána tzin sto bar na me kerásis.
Me chrómata polí paráksena vamméni
fantázis sto skotádi san ftiní theá.
Mazí mu chrónia tóra ise kolliméni
ma ísos apópse mu féris arketá.
Na dóso grígora ta nikia pu chrostáo
ki óspu na piáso tin kalí tha s’ agapáo.
|