Μεσάνυχτα στους δρόμους σαν αγρίμι,
βιτρίνες σκοτεινές και μια ομίχλη στο μυαλό.
Η Σόλωνος ένα ατέλειωτο ταξίδι,
τραγούδι μεθυσμένο σ’ έναν κόσμο σιωπηλό.
Νύχτα μου γόησσα, στα δίχτυα σου πιασμένη,
και σ’ αγκαλιάζω μ’ ένα πάθος μου τρελό.
Νύχτα μου γόησσα, κι απόψε προδομένη
στον έρωτά σου τον καημό μου ξεγελώ.
Μεσάνυχτα κι η Αθήνα με τρομάζει
στην κρύα μοναξιά, στα φανάρια τα σβηστά.
Κρατάει πάλι τσίλιες το φεγγάρι
μες στη ζωή μου που ’χει γίνει ξενιτιά.
Νύχτα μου γόησσα, στα δίχτυα σου πιασμένη,
και σ’ αγκαλιάζω μ’ ένα πάθος μου τρελό.
Νύχτα μου γόησσα, κι απόψε προδομένη
στον έρωτά σου τον καημό μου ξεγελώ.
|
Mesánichta stus drómus san agrími,
vitrínes skotinés ke mia omíchli sto mialó.
I Sólonos éna atélioto taksídi,
tragudi methisméno s’ énan kósmo siopiló.
Níchta mu góissa, sta díchtia su piasméni,
ke s’ agkaliázo m’ éna páthos mu treló.
Níchta mu góissa, ki apópse prodoméni
ston érotá su ton kaimó mu ksegeló.
Mesánichta ki i Athína me tromázi
stin kría monaksiá, sta fanária ta svistá.
Kratái páli tsílies to fengári
mes sti zoí mu pu ’chi gini ksenitiá.
Níchta mu góissa, sta díchtia su piasméni,
ke s’ agkaliázo m’ éna páthos mu treló.
Níchta mu góissa, ki apópse prodoméni
ston érotá su ton kaimó mu ksegeló.
|