Τι κρύβεις πάλι στην καρδιά
και αραγμένος στη γωνιά
πίνεις τα δάκρυά σου,
μήπως σε πείραξε κανείς,
φίλος, εχθρός ή συγγενής
ή μήπως η δικιά σου.
Άσ’ το πιοτό σου κι έλα στην πίστα
να μας χορέψεις μια ζεϊμπεκιά,
κι αν τους καημούς σου τους έχεις μάτσο,
γέλα, παλιάτσο, γέλα, παλιάτσο,
γέλα σε κάθε χαστουκιά.
|
Ti krívis páli stin kardiá
ke aragménos sti goniá
pínis ta dákriá su,
mípos se pirakse kanis,
fílos, echthrós í singenís
í mípos i dikiá su.
Άs’ to piotó su ki éla stin písta
na mas chorépsis mia zeibekiá,
ki an tus kaimus su tus échis mátso,
géla, paliátso, géla, paliátso,
géla se káthe chastukiá.
|