Μες στη Σμύρνη βγήκες παραλία
με ψαθάκι άσπρο του συρμού
και σαν επιτάφιος τα πλοία
κήδευαν τη μοίρα ενός λαού,
του λαού που παίζανε στα ζάρια
τέσσερις φονιάδες στα παζάρια.
Ήξερες πως όλα είν’ αρρώστια
σαν το βήχα του φυματικού.
Σε θυμάμαι μια στιγμή στην πόρτα,
έξι η ώρα βράδυ του Μαγιού, να μου λες:
“Ο τόπος ο δικός μας
βάζει το μαχαίρι στο λαιμό μας”.
Έπαιζε ο θίασος Κυβέλης,
αν θυμάσαι, δράμα της τιμής.
Τώρα ή το θες ή δεν το θέλεις
τον ξαναπουλούν μισοτιμής
το λαό που παίζανε στα ζάρια
τέσσερις φονιάδες στα παζάρια.
Ήξερες πως όλα είν’ αρρώστια
σαν το βήχα του φυματικού.
Σε θυμάμαι μια στιγμή στην πόρτα,
έξι η ώρα βράδυ του Μαγιού, να μου λες:
“Ο τόπος ο δικός μας
βάζει το μαχαίρι στο λαιμό μας”.
|
Mes sti Smírni vgíkes paralía
me psatháki áspro tu sirmu
ke san epitáfios ta plia
kídevan ti mira enós lau,
tu lau pu pezane sta zária
tésseris foniádes sta pazária.
Ήkseres pos óla in’ arróstia
san to vícha tu fimatiku.
Se thimáme mia stigmí stin pórta,
éksi i óra vrádi tu Magiu, na mu les:
“O tópos o dikós mas
vázi to macheri sto lemó mas”.
Έpeze o thíasos Kivélis,
an thimáse, dráma tis timís.
Tóra í to thes í den to thélis
ton ksanapulun misotimís
to laó pu pezane sta zária
tésseris foniádes sta pazária.
Ήkseres pos óla in’ arróstia
san to vícha tu fimatiku.
Se thimáme mia stigmí stin pórta,
éksi i óra vrádi tu Magiu, na mu les:
“O tópos o dikós mas
vázi to macheri sto lemó mas”.
|