Ένα χαμόγελο και μια καρδιά τα πάντρεψα
ένα πρωί Σαββάτου,
γιατί είχε χάσει ο κόσμος πια,
το σθένος και την ανθρωπιά του.
Ήρθε ο θεός, ήρθε ο παππάς,
οι συγγενείς και οι γειτόνοι
κι εσύ που είχες να μ’ αγαπάς,
έκλεψες το χρυσό το αηδόνι.
Γέλαγε ο κόσμος όλος,
φύγαν όλοι βιαστικά
και του ουρανού ο θόλος
γέμισε βεγγαλικά.
Γίναν όλοι ευτυχισμένοι
κι έμεινε σ’ ένα κλαδί,
μόνη η ψυχή να ψέλνει,
μ’ ένα νυχτικό φαρδύ.
Αλληλούια, αλληλούια,
αλληλούια μου λαλεί,
απ’ του έρωτα τα χούγια,
πρώτο βάζω το φιλί,
που δαγκώνει που ματώνει,
που δεν το’ χουν οι πολλοί,
που `ναι σαν φωτιά στο χιόνι,
αλληλούια μου λαλεί.
Γέμισ’ ο αέρας χνούδια,
από έρωτες νωπούς
κι ο δικός μου ο ζητιάνος,
φόρεσε στολή και κράνος
κι έφυγε στους ουρανούς.
|
Έna chamógelo ke mia kardiá ta pántrepsa
éna pri Savvátu,
giatí iche chási o kósmos pia,
to sthénos ke tin anthropiá tu.
Ήrthe o theós, írthe o pappás,
i singenis ke i gitóni
ki esí pu iches na m’ agapás,
éklepses to chrisó to aidóni.
Gelage o kósmos ólos,
fígan óli viastiká
ke tu uranu o thólos
gémise vengaliká.
Ginan óli eftichisméni
ki émine s’ éna kladí,
móni i psichí na psélni,
m’ éna nichtikó fardí.
Alliluia, alliluia,
alliluia mu lali,
ap’ tu érota ta chugia,
próto vázo to filí,
pu dagkóni pu matóni,
pu den to’ chun i polli,
pu `ne san fotiá sto chióni,
alliluia mu lali.
Gemis’ o aéras chnudia,
apó érotes nopus
ki o dikós mu o zitiános,
fórese stolí ke krános
ki éfige stus uranus.
|