Άδειος χάρτης πότισε οινόπνευμα
ο αντάρτης σπάει το συρματόπλεγμα
φλόγα αιώνια τατουάζ στο μπράτσο του
κι εγώ χρόνια να ‘μαι το στραπάτσο του
Σαρκοβόρο της ασφάλτου γίνεται
λεωφόρο θέλει να ξεχύνεται
με τα μάτια πάντοτε ξεκλείδωτα
μονοπάτια για να χάνεσαι στο τίποτα
Κι όλο αυτός μια τρελή σκονισμένη μηχανή
χίλιοι δρόμοι κι από μέσα μου χίμηξαν
μ’ ατσαλάκωτη στολή οι αστυνόμοι
Τρεις χιλιάδες νύχτες υποτάχτηκαν
κι οι δυο αύρες δεν ξαναγκαλιάστηκαν
κρύα χάδια στα κακά φορτία μου
και σημάδια από την αμαρτία μου
που ένα βράδυ σε μια μαύρη αίθουσα
με τον Άδη καβαλιέρο μέθυσα
για δυο μάτια όμορφα, ανείπωτα
μονοπάτια για να χάνεσαι στο τίποτα
|
Άdios chártis pótise inópnevma
o antártis spái to sirmatóplegma
flóga eónia tatuáz sto brátso tu
ki egó chrónia na ‘me to strapátso tu
Sarkovóro tis asfáltu ginete
leofóro théli na ksechínete
me ta mátia pántote kseklidota
monopátia gia na chánese sto típota
Ki ólo aftós mia trelí skonisméni michaní
chílii drómi ki apó mésa mu chímiksan
m’ atsalákoti stolí i astinómi
Tris chiliádes níchtes ipotáchtikan
ki i dio avres den ksanagkaliástikan
kría chádia sta kaká fortía mu
ke simádia apó tin amartía mu
pu éna vrádi se mia mavri ethusa
me ton Άdi kavaliéro méthisa
gia dio mátia ómorfa, anipota
monopátia gia na chánese sto típota
|