Στιγμές στιγμές θαρρώ πως οι στρατιώτες
που πέσανε στη ματωμένη γη
δεν κείτονται, θαρρώ, κάτω απ’ το χώμα
αλλά έχουν γίνει άσπροι γερανοί.
Πετούν και μας καλούν
με τις κραυγές τους
απ’ τους καιρούς αυτούς τους μακρινούς
κι ίσως γι’ αυτό πολλές φορές σιωπώντας
κοιτάμε τους θλιμμένους ουρανούς.
Πετάει ψηλά το κουρασμένο σμάρι
στης δύσης τη θαμπή φεγγοβολή
και βλέπω ένα κενό στη φάλαγγά του
και είναι ίσως η δική μου η θέση αυτή.
Θα ’ρθει μια μέρα που μ’ αυτό το σμάρι
στο μέγα θάμπος θα πετώ κι εγώ
σαν γερανός καλώντας απ’ τα ουράνια
όλους εσάς που έχω αφήσει εδώ.
|
Stigmés stigmés tharró pos i stratiótes
pu pésane sti matoméni gi
den kitonte, tharró, káto ap’ to chóma
allá échun gini áspri gerani.
Petun ke mas kalun
me tis kravgés tus
ap’ tus kerus aftus tus makrinus
ki ísos gi’ aftó pollés forés siopóntas
kitáme tus thlimménus uranus.
Petái psilá to kurasméno smári
stis dísis ti thabí fengovolí
ke vlépo éna kenó sti fálangá tu
ke ine ísos i dikí mu i thési aftí.
Tha ’rthi mia méra pu m’ aftó to smári
sto méga thábos tha petó ki egó
san geranós kalóntas ap’ ta uránia
ólus esás pu écho afísi edó.
|