Πρωί της Κυριακής Μοναστηράκι
κι εσύ χορεύεις με τ’ αγέρι στο σοκάκι
και στροβιλίζεσαι…
γκραβούρες πρόσωπα σε βλέπουν δίχως γέλιο
να δοκιμάζεις το καπέλο με το βέλο
να καθρεφτίζεσαι…
και να μου δίνεσαι…
Ανέμελο βιολί μες στην πλατεία
κι εμείς χαρά μου, απ’ τη δική μας ιστορία
κομμάτια αφήνουμε…
στις Κυριακές του μέλλοντος μια τέτοια ώρα
άλλα ζευγάρια θα γελούν μ’ αυτά που τώρα
εμείς πιστεύουμε…
και τα λατρεύουμε…
Πρωί της Κυριακής Μοναστηράκι
κι εσύ ξαπλώνεις σ’ ένα μπρούτζινο κρεβάτι
και ονειρεύεσαι…
μαντεύεις τ’ αρχικά σε κάποια ταμπακιέρα
φοράς τις μπότες του φαντάρου που μια μέρα
δεν τις περπάτησε…
και λιποτάκτησε…
|
Pri tis Kiriakís Monastiráki
ki esí chorevis me t’ agéri sto sokáki
ke strovilízese…
gkravures prósopa se vlépun díchos gélio
na dokimázis to kapélo me to vélo
na kathreftízese…
ke na mu dínese…
Anémelo violí mes stin platia
ki emis chará mu, ap’ ti dikí mas istoría
kommátia afínume…
stis Kiriakés tu méllontos mia tétia óra
álla zevgária tha gelun m’ aftá pu tóra
emis pistevume…
ke ta latrevume…
Pri tis Kiriakís Monastiráki
ki esí ksaplónis s’ éna brutzino kreváti
ke onirevese…
mantevis t’ archiká se kápia tabakiéra
forás tis bótes tu fantáru pu mia méra
den tis perpátise…
ke lipotáktise…
|