Αυτός ο τόπος που η θλίψη σου πηγάζει
Είναι ο ίδιος που η χαρά σου κατοικεί
Μα τρεκλίζοντας εδώ κι εκεί γυρνάει
Γυρεύοντας τα χρώματα που θα κεντηθεί
Σε ποια σημαίνοντα είναι η αλήθεια σου κρυμμένη
Να ξέρεις λάθος μέρη βρήκες να μεθάς
Επιθυμία που σιωπά τη θλίψη θρέφει
Πρόσχημα βρίσκει όποιος να ζήσει δεν τολμά
Και να που πέρασαν περίπου χίλια χρόνια
Εσύ φοβάσαι μη γλιστρήσεις στη χαρά
Εγκλωβισμένος στην παιδική σου πλάνη
Τότε που ξένα όνειρα φοράς πρώτη φορά
Χρόνια φαντάζεσαι μετά τον εαυτό σου
Να ‘ναι πετυχημένος και δυνατός
Και το πατέρα σου κρυφά να καμαρώνει
Που έκανε ένα τόσο σπουδαίο γιο
Όσο φανταχτερά φίρμαρες στα δεκάξι
Τα διηγήθηκες σαν παραμυθάς
Ήξερες πως στα βαθιά ποτέ δε θα βουτήξεις
Πάντα στο βάθος σ’ άρεσε να πέφτεις στα ρηχά
|
Aftós o tópos pu i thlípsi su pigázi
Ine o ídios pu i chará su katiki
Ma treklízontas edó ki eki girnái
Girevontas ta chrómata pu tha kentithi
Se pia simenonta ine i alíthia su krimméni
Na kséris láthos méri vríkes na methás
Epithimía pu siopá ti thlípsi thréfi
Próschima vríski ópios na zísi den tolmá
Ke na pu pérasan perípu chília chrónia
Esí fováse mi glistrísis sti chará
Egklovisménos stin pedikí su pláni
Tóte pu kséna ónira forás próti forá
Chrónia fantázese metá ton eaftó su
Na ‘ne petichiménos ke dinatós
Ke to patéra su krifá na kamaróni
Pu ékane éna tóso spudeo gio
Όso fantachterá fírmares sta dekáksi
Ta diigíthikes san paramithás
Ήkseres pos sta vathiá poté de tha vutíksis
Pánta sto váthos s’ árese na péftis sta richá
|