Μέσα από τα κάγκελα κι από πάνω κάτω
το βλέμμα του κουράστηκε και πια δε συγκρατεί
στα χίλια κάγκελα άξαφνα να βρέθηκαν μπροστά του
κι όλος ο κόσμος πίσω τους έχει καλά κρυφτεί.
Το ζυγιασμένο πάτημα, τ’ανάλαφρο του ζάλο
και οι στροφές που κλείνουνε όλο και πιο πολύ
μοιάζουν με κυκλικό χορό περήφανο μεγάλο
με κέντρο άγρια θέληση που στέκει σιωπηλή.
Καμιά φορά ανοίγουνε μόνο τα βλέφαρά του
και μια εικόνα αθόρυβα το βλέμμα του τρυπά
την τεντωμένη ξεπερνά γαλήνη του σωμάτου
και μες τα φυλλοκάρδια του χάνεται και σκορπά.
|
Mésa apó ta kágkela ki apó páno káto
to vlémma tu kurástike ke pia de sigkrati
sta chília kágkela áksafna na vréthikan brostá tu
ki ólos o kósmos píso tus échi kalá krifti.
To zigiasméno pátima, t’análafro tu zálo
ke i strofés pu klinune ólo ke pio polí
miázun me kiklikó choró perífano megálo
me kéntro ágria thélisi pu stéki siopilí.
Kamiá forá anigune móno ta vléfará tu
ke mia ikóna athóriva to vlémma tu tripá
tin tentoméni kseperná galíni tu somátu
ke mes ta fillokárdia tu chánete ke skorpá.
|