Πα μωρέ πάνω,
σε ψηλή ραχούλα,
πάνω σε ψηλή ραχούλα,
κάθεται μια βλαχοπούλα.
Και μωρέ και
τη ρόκα της κρατάει
και τη ρόκα της κρατάει,
πρόβατα κι αρνιά φυλάει.
Τσο μωρέ τσοπανόπουλο
από πέρα,
τσοπανόπουλο από πέρα,
τραγουδάει με τη φλογέρα.
Τρα μωρέ
τραγουδάει το καημένο,
τραγουδάει το καημένο,
με παράπονο, θλιμμένο.
|
Pa moré páno,
se psilí rachula,
páno se psilí rachula,
káthete mia vlachopula.
Ke moré ke
ti róka tis kratái
ke ti róka tis kratái,
próvata ki arniá filái.
Tso moré tsopanópulo
apó péra,
tsopanópulo apó péra,
tragudái me ti flogéra.
Tra moré
tragudái to kaiméno,
tragudái to kaiméno,
me parápono, thlimméno.
|