Έσβησες πίσω απ’ την πόρτα.
Απ’ τον πέμπτο στο ισόγειο
κατεβαίνω και μετρώ κάθε όροφο,
κάθε τοίχο λευκό,
κάθε σημάδι της καινούριας σου ζωής.
Πόσο μου φτάνει που είσαι εκεί.
Δεν μπορώ, δεν αντέχω να σ’ αφήσω.
Η ψυχή μου επιστρέφει και τα μάτια σου φιλά
και μαζί σου ξενυχτά καθώς κοιμάσαι,
καθώς βαθαίνει το σκοτάδι
που αγαπήσαμε κι οι δυο.
Έσβησες πίσω απ’ τους ήχους.
Απ’ τον πέμπτο στο ισόγειο
είναι χρόνος αρκετός
για να υπάρξω άνθρωπος,
για να διασχίσω την καρδιά μου,
έχοντας εσένα για Θεό.
Δεν μπορώ, δεν αντέχω να σ’ αφήσω.
Απ’ τον πέμπτο στο ισόγειο
στο ασανσέρ με τον καθρέφτη,
απ’ τα μάτια σου κερδίζω
κι ανοίγω σ’ έναν κόσμο μαγικό.
|
Έsvises píso ap’ tin pórta.
Ap’ ton pébto sto isógio
kateveno ke metró káthe órofo,
káthe ticho lefkó,
káthe simádi tis kenurias su zoís.
Póso mu ftáni pu ise eki.
Den boró, den antécho na s’ afíso.
I psichí mu epistréfi ke ta mátia su filá
ke mazí su ksenichtá kathós kimáse,
kathós vatheni to skotádi
pu agapísame ki i dio.
Έsvises píso ap’ tus íchus.
Ap’ ton pébto sto isógio
ine chrónos arketós
gia na ipárkso ánthropos,
gia na diaschíso tin kardiá mu,
échontas eséna gia Theó.
Den boró, den antécho na s’ afíso.
Ap’ ton pébto sto isógio
sto asansér me ton kathréfti,
ap’ ta mátia su kerdízo
ki anigo s’ énan kósmo magikó.
|