Στα φτωχικά παράθυρα σιμά
Μάτια σβησμένα μάγουλα χλωμά
Και κάτω από τις τσίτινες ποδιές
Δίχως ελπίδες μένουν οι καρδιές
Όλα θλιμμένα όλα σκοτεινά
Λες και ποτέ ο ήλιος δεν περνά
Πέρασε ήλιε διώξ’ τις παγωνιές
Στις πονεμένες φτωχογειτονιές
Βρέχει στους δρόμους, βρέχει στη ψυχή
Γέλιο παιδιού ποτέ δεν αντηχεί
Και στα θολά στα βρωμικα νερά
Πνίγεται ο πόνος πνίγεται η χαρά
Μαύρο το βράδυ μαύρο το πρωί
Μοίρα κακιά βαραίνει τη ζωή
Πέρασε ήλιε διώξ’ τις παγωνιές
Στις πονεμένες φτωχογειτονιές
|
Sta ftochiká paráthira simá
Mátia svisména mágula chlomá
Ke káto apó tis tsítines podiés
Díchos elpídes ménun i kardiés
Όla thlimména óla skotiná
Les ke poté o ílios den perná
Pérase ílie dióks’ tis pagoniés
Stis poneménes ftochogitoniés
Oréchi stus drómus, vréchi sti psichí
Gelio pediu poté den antichi
Ke sta tholá sta vromika nerá
Pnígete o pónos pnígete i chará
Mavro to vrádi mavro to pri
Mira kakiá vareni ti zoí
Pérase ílie dióks’ tis pagoniés
Stis poneménes ftochogitoniés
|