Αχ, δεν μπορώ, πώς να στο πω
η σιγουριά της αγκαλιάς σου είναι μαρτύριο
γιατί ποθώ σ’ έναν γκρεμό
να γεφυρώνει η καρδιά με το μυστήριο.
Πηγαίνω μοναχός
μα ο δρόμος οδηγός
μου δείχνει τα περάσματα
με βγάζει απ’ τα χαλάσματα
Να φύγω λαχταρώ
αχ, για να λυτρωθώ
του κόσμου όλα τα θαύματα
να με ξυπνούν χαράματα.
Αναζητώ ένα ρυθμό
που η ψυχή δεν έχει κρατητήριο
και θέλω να απαλλαγώ
απ’ της συνήθειας το αργό βασανιστήριο.
Και περπατώ στον κόσμο αυτό
σαν μετανάστης που δεν έχει διαβατήριο
και δεν μπορώ να σου χρωστώ
της συντροφιάς σου τ’ ακριβό το εισιτήριο.
|
Ach, den boró, pós na sto po
i siguriá tis agkaliás su ine martírio
giatí pothó s’ énan gkremó
na gefiróni i kardiá me to mistírio.
Pigeno monachós
ma o drómos odigós
mu dichni ta perásmata
me vgázi ap’ ta chalásmata
Na fígo lachtaró
ach, gia na litrothó
tu kósmu óla ta thafmata
na me ksipnun charámata.
Anazitó éna rithmó
pu i psichí den échi kratitírio
ke thélo na apallagó
ap’ tis siníthias to argó vasanistírio.
Ke perpató ston kósmo aftó
san metanástis pu den échi diavatírio
ke den boró na su chrostó
tis sintrofiás su t’ akrivó to isitírio.
|