Βράδυ στη μπιφτεκούπολη
που τηνε λεν Γλυφάδα,
σε πρωτοείδα κι ένιωσα
να μου `ρχεται ζαλάδα.
Ήσουν μικρή σαν όνειρο,
μαζί σου ήταν δυο άντρες,
με νάζι, κουτοπόνηρο,
τους έπαιζες σαν χάντρες.
Ήσουνα μια πεταλουδίτσα,
όχι από ‘κείνες των αγρών,
μα τις ορέξεις και τα βίτσια
έκανες πάντα, των αντρών.
Και μέσα κι έξω ήσουν ωραία,
δεν είχες όμως μια γραμμή
κι έψαχνες, κάνοντας παρέα,
μ’ όποιον τα σκάει για να τη βρει.
Σε ξαναείδα μια βραδιά
έξω απ’ τα μπουζούκια,
μάλωνες μ’ έναν νταγλαρά
που σου `δινε χαστούκια.
Και στην Τσακάλωφ, τελικά,
σε είδα σαν κομήτη,
μ’ έναν ψηλό να σου σφυρά
το μυστικό στη μύτη.
Ήσουνα μια πεταλουδίτσα,
όχι από `κείνες των αγρών,
μα τις ορέξεις και τα βίτσια
έκανες πάντα, των αντρών.
Και μέσα κι έξω ήσουν ωραία,
δεν είχες όμως μια γραμμή
κι έψαχνες, κάνοντας παρέα,
μ’ όποιον τα “σκάει” για να τη βρει.
|
Orádi sti biftekupoli
pu tine len Glifáda,
se protoida ki éniosa
na mu `rchete zaláda.
Ήsun mikrí san óniro,
mazí su ítan dio ántres,
me názi, kutopóniro,
tus épezes san chántres.
Ήsuna mia petaludítsa,
óchi apó ‘kines ton agrón,
ma tis oréksis ke ta vítsia
ékanes pánta, ton antrón.
Ke mésa ki ékso ísun orea,
den iches ómos mia grammí
ki épsachnes, kánontas paréa,
m’ ópion ta skái gia na ti vri.
Se ksanaida mia vradiá
ékso ap’ ta buzukia,
málones m’ énan ntaglará
pu su `dine chastukia.
Ke stin Tsakálof, teliká,
se ida san komíti,
m’ énan psiló na su sfirá
to mistikó sti míti.
Ήsuna mia petaludítsa,
óchi apó `kines ton agrón,
ma tis oréksis ke ta vítsia
ékanes pánta, ton antrón.
Ke mésa ki ékso ísun orea,
den iches ómos mia grammí
ki épsachnes, kánontas paréa,
m’ ópion ta “skái” gia na ti vri.
|