Ποιος εαυτός μου χρόνια μ’ οδηγεί
κι αντίθετα στο ρεύμα με πηγαίνει
Με νεύμα στην καρδιά ή προσταγή
με πλάθει σαν παιδί και με μαθαίνει;
Το χρέος κάποιας άλλης μου ζωής
εγώ, από την κούνια μου πληρώνω
Την νιώθω με τα λόγια της βροχής
σαν θύελλα στο σώμα μου σηκώνω.
Ποιος εαυτός μου μάκραινε στο φως
και πίστεψε στα λόγια αυτού του κόσμου,
τους φίλους που δεν έβλεπε
και ζούσε στους απόηχους του δρόμου;
|
Pios eaftós mu chrónia m’ odigi
ki antítheta sto revma me pigeni
Me nevma stin kardiá í prostagí
me pláthi san pedí ke me matheni;
To chréos kápias állis mu zoís
egó, apó tin kunia mu pliróno
Tin niótho me ta lógia tis vrochís
san thíella sto sóma mu sikóno.
Pios eaftós mu mákrene sto fos
ke pístepse sta lógia aftu tu kósmu,
tus fílus pu den évlepe
ke zuse stus apóichus tu drómu;
|