Αυτά τα λόγια με σφίξανε σαν πένσα,
τα είπε χθες το βράδυ μια ψυχή
κι ένας φαλάκρας, απ’ έξω και από μέσα χαμογελούσε,
ναι, γιατί να σκοτιστεί.
Θυμάσαι που βαλάντωνες εκεί στην εξορία
και διάβαζες και Ρίτσο και αρχαία τραγωδία;
τώρα κοκορεύεσαι επάνω στον εξώστη
και μιλάς στο πόπολο σαν τον ναυαγοσώστη.
Στη φοιτητριούλα που σ’ έχει ερωτευτεί
θα σε καταγγείλω πονηρέ πολιτευτή.
Τζάμπα χαραμίζει θα πάω να της πω
το νεανικό της και αγνό ενθουσιασμό.
Εκείνο που υψώνεται και σε εκμηδενίζει
είναι της καρδούλας μου το φως που ξεχειλίζει
και ότι σε γλιτώνει και σου δίνει την αιτία
είναι που χρειάζεται και η γραφειοκρατία.
Ο πρώτος προβοκάτορας απ’ όλους στη ζωή μου
είναι η αφεντιά σου που αντιγράφει τη φωνή μου.
άλλαξες το σώμα μου με έπιπλα και σκεύη
σαν τον σοσιαλισμό που σε βολεύει.
Χαρά να σε γιαούρτωνα εκεί που ρητορεύεις
εκεί που με χειροκροτάς χωρίς να το πιστεύεις
παίρνεις την αλήθεια μου και μου την κάνεις λιώμα
απ’ το πόδι με τραβάς βαθιά μέσα στο χώμα.
|
Aftá ta lógia me sfíksane san pénsa,
ta ipe chthes to vrádi mia psichí
ki énas falákras, ap’ ékso ke apó mésa chamogeluse,
ne, giatí na skotisti.
Thimáse pu valántones eki stin eksoría
ke diávazes ke Rítso ke archea tragodía;
tóra kokorevese epáno ston eksósti
ke milás sto pópolo san ton nafagosósti.
Sti fititriula pu s’ échi erotefti
tha se katangilo poniré politeftí.
Tzába charamízi tha páo na tis po
to neanikó tis ke agnó enthusiasmó.
Ekino pu ipsónete ke se ekmidenízi
ine tis kardulas mu to fos pu ksechilízi
ke óti se glitóni ke su díni tin etía
ine pu chriázete ke i grafiokratía.
O prótos provokátoras ap’ ólus sti zoí mu
ine i afentiá su pu antigráfi ti foní mu.
állakses to sóma mu me épipla ke skevi
san ton sosialismó pu se volevi.
Chará na se giaurtona eki pu ritorevis
eki pu me chirokrotás chorís na to pistevis
pernis tin alíthia mu ke mu tin kánis lióma
ap’ to pódi me travás vathiá mésa sto chóma.
|