Το χώμα
το ζυμώνω
το δίνω της φωτιάς
το κόβω
το σταυρώνω
σου βάζω για να φας
Το σώμα
και το αίμα
το ξένο, του Χριστού
εδώ ό,τι είν’ δικό μου
είναι και του αλλουνού
Πώς να τ’ αντέξω τα χρυσά
που αγόρασες για μένα
εγώ γεννήθηκα σκουριά
ανάμεσα στο βλέμμα.
Αλέτρι
και χωράφι
και στάχυ μου ξανθό
βουτάω
στο ποτάμι
και πιάνω το σταυρό
Δεν ξέρω να διαβάζω
τους δείχτες του χαμού
εγώ είμαι σπουργιτάκι
και σου τσιμπάω το νου
Πώς να τ’ αντέξω τα χρυσά
που αγόρασες για μένα
εγώ γεννήθηκα σκουριά
ανάμεσα στο βλέμμα.
|
To chóma
to zimóno
to díno tis fotiás
to kóvo
to stavróno
su vázo gia na fas
To sóma
ke to ema
to kséno, tu Christu
edó ó,ti in’ dikó mu
ine ke tu allunu
Pós na t’ antékso ta chrisá
pu agórases gia ména
egó genníthika skuriá
anámesa sto vlémma.
Alétri
ke choráfi
ke stáchi mu ksanthó
vutáo
sto potámi
ke piáno to stavró
Den kséro na diavázo
tus dichtes tu chamu
egó ime spurgitáki
ke su tsibáo to nu
Pós na t’ antékso ta chrisá
pu agórases gia ména
egó genníthika skuriá
anámesa sto vlémma.
|