Σ’ είδα στ’ όνειρό μου, Ευτυχία,
κι είπες ψάχνεις χρόνια να με βρεις
να σε βοηθήσω να καρφώσεις
και τις δυο τις πόρτες της ζωής.
Τα τραγούδια σου που τα πουλούσες
πενηντάρι κι εκατό δραχμές
ήταν αίμα μιας καρδιάς που ζούσες
και μια Ελλάδα μ’ ανοιχτές πληγές.
Στα περβόλια τώρα μες στον Άδη
θα ‘χεις συντροφιές και συντροφιές
και του “Τσάντα” του Βασιλειάδη
θα του λες πώς κλείνονται οι δουλειές.
Σ’ είδα στ’ όνειρό μου, Ευτυχία,
στον Παράδεισο να περπατάς
κι αν στη γη θα πάψει η δυστυχία
τους αγγέλους, λέει, να ρωτάς.
|
S’ ida st’ óniró mu, Eftichía,
ki ipes psáchnis chrónia na me vris
na se voithíso na karfósis
ke tis dio tis pórtes tis zoís.
Ta tragudia su pu ta puluses
penintári ki ekató drachmés
ítan ema mias kardiás pu zuses
ke mia Elláda m’ anichtés pligés.
Sta pervólia tóra mes ston Άdi
tha ‘chis sintrofiés ke sintrofiés
ke tu “Tsánta” tu Oasiliádi
tha tu les pós klinonte i duliés.
S’ ida st’ óniró mu, Eftichía,
ston Parádiso na perpatás
ki an sti gi tha pápsi i distichía
tus angélus, léi, na rotás.
|