Κάποιος χτύπησε, ανοίγω την πόρτα,
στον ορίζοντα δεν είναι κανείς.
Πήρε βράδιασε και πέρασ’ η ώρα.
γιατί άργησες να `ρθείς να με βρεις;
Με πουλάς στις πλατείες, στους δρόμους
και μ’ αγοράζεις μετά στους σταθμούς,
μα η τιμή μου συνεχώς ανεβαίνει σε τιμές που δε βάζει ο νους.
Σε αρχαίο ναό της Κορίνθου, κάθε μεσημέρι καυτό,
αγκαλιάζεις τις κολόνες και παίζεις με τον έμπειρο ήλιο κρυφτό.
Νύχτες μ’ όνειρα του Ιουλίου,
που βραχήκαν σαν πουλιά στους αγρούς.
Τα τραγούδια που ακούω πονάνε
και τα δικά μου δεν έχουν ρυθμούς.
Ηρθ’ η νύχτα, η πόλη κοιμάται, αερόπλοια κι αστέρια μαζί.
Εγώ μόνος μου γυρνάω την κλεψύδρα
και μετράω το χρόνο απ’ την αρχή.
Σαν τρελός τρέχω και σε γυρεύω στα καφέ που ξενυχτάς
και θέλω, μοναχά, να μου πεις «σ’ αγαπώ».
|
Kápios chtípise, anigo tin pórta,
ston orízonta den ine kanis.
Píre vrádiase ke péras’ i óra.
giatí árgises na `rthis na me vris;
Me pulás stis platies, stus drómus
ke m’ agorázis metá stus stathmus,
ma i timí mu sinechós aneveni se timés pu de vázi o nus.
Se archeo naó tis Korínthu, káthe mesiméri kaftó,
agkaliázis tis kolónes ke pezis me ton ébiro ílio kriftó.
Níchtes m’ ónira tu Iulíu,
pu vrachíkan san puliá stus agrus.
Ta tragudia pu akuo ponáne
ke ta diká mu den échun rithmus.
Irth’ i níchta, i póli kimáte, aeróplia ki astéria mazí.
Egó mónos mu girnáo tin klepsídra
ke metráo to chróno ap’ tin archí.
San trelós trécho ke se girevo sta kafé pu ksenichtás
ke thélo, monachá, na mu pis «s’ agapó».
|