Συμπέρασμα δεν έβγαλα
απ’ της ζωής το θέμα,
της τύχης μου τα πέταλα
με πέταξαν στο ψέμα.
Σπίτι κι όνομα πήραν φωτιά,
σώμα για δόλωμα έμεινε πια.
Συνέταιρος ο ίσκιος μου
τις νύχτες δε μ’ αφήνει,
και γίνεται ο ύπνος μου
δικό του καμαρίνι.
Ντύνει το δράμα του, παίζω εγώ,
δίπλα στου θάνατου το φορτηγό.
Να κοιμηθώ μονάχα θέλω,
και το όνειρο να φέρει
στο νηστικό μου χέρι
κλειδιά.
Θα δέσω τα κορδόνια μου,
θα γράψω στους γονείς μου,
παράτησα τα χρόνια μου
στο βάθος της πληγής μου.
Κι ό,τι αγάπησα, ας το να ζει,
εκεί που τ’ άφησα μ’ άλλους μαζί.
Να κοιμηθώ μονάχα θέλω,
και το όνειρο να φέρει
στο νηστικό μου χέρι
κλειδιά.
|
Sibérasma den évgala
ap’ tis zoís to théma,
tis tíchis mu ta pétala
me pétaksan sto pséma.
Spíti ki ónoma píran fotiá,
sóma gia dóloma émine pia.
Sinéteros o ískios mu
tis níchtes de m’ afíni,
ke ginete o ípnos mu
dikó tu kamaríni.
Ntíni to dráma tu, pezo egó,
dípla stu thánatu to fortigó.
Na kimithó monácha thélo,
ke to óniro na féri
sto nistikó mu chéri
klidiá.
Tha déso ta kordónia mu,
tha grápso stus gonis mu,
parátisa ta chrónia mu
sto váthos tis pligís mu.
Ki ó,ti agápisa, as to na zi,
eki pu t’ áfisa m’ állus mazí.
Na kimithó monácha thélo,
ke to óniro na féri
sto nistikó mu chéri
klidiá.
|