Τα ατσαλάκωτα τα ρούχα,
αυτά που φόρεσες μαζί μου,
ξυπνήσανε μες στην ψυχή μου
κρυφό καημό για σένα που ‘χα
Τα ατσαλάκωτα σεντόνια,
αυτά που έστρωσες για μένα,
είχανε μέσα τους κρυμμένα
της άνοιξης τα χελιδόνια
Ρούχα, σεντόνια, και φιλιά
μες στη δική σου αγκαλιά, έγιναν ένα
κι έτσι μας βρήκε το πρωί
σώμα, ανάσα και ψυχή, τσαλακωμένα
Τα ατσαλάκωτά σου νιάτα
εγώ τα ζήλεψα μια νύχτα
Έλα, τα νάζια σου σταμάτα
και τα χαμόγελά σου ρίχ’ τα
Ρούχα, σεντόνια, και φιλιά
μες στη δική σου αγκαλιά, έγιναν ένα
κι έτσι μας βρήκε το πρωί
σώμα, ανάσα και ψυχή, τσαλακωμένα
|
Ta atsalákota ta rucha,
aftá pu fóreses mazí mu,
ksipnísane mes stin psichí mu
krifó kaimó gia séna pu ‘cha
Ta atsalákota sentónia,
aftá pu éstroses gia ména,
ichane mésa tus krimména
tis ániksis ta chelidónia
Rucha, sentónia, ke filiá
mes sti dikí su agkaliá, éginan éna
ki étsi mas vríke to pri
sóma, anása ke psichí, tsalakoména
Ta atsalákotá su niáta
egó ta zílepsa mia níchta
Έla, ta názia su stamáta
ke ta chamógelá su rích’ ta
Rucha, sentónia, ke filiá
mes sti dikí su agkaliá, éginan éna
ki étsi mas vríke to pri
sóma, anása ke psichí, tsalakoména
|