Τα φώτα σβήνουν στην οθόνη
κι ασπρόμαυρα τα πλάνα ξεκινούν
στην Αθηνάς τρεις δολοφόνοι
στενά με παρακολουθούν.
Σβήνουν τα κόκκινα φανάρια
ψεύτικη αγκαλιά με το στανιό
σήμερα στη Στέλλα κάνουν προξενιό
τ’ όνειρό της κάνουν ρημαδιό
κούκλα μου, σου παίξανε στα ζάρια
τ’ άσπρο σου το νυφικό.
Με μια λατέρνα και το δίσκο
και τον Φωτόπουλο ν’ αγκομαχεί
σαν το σταυρό στην αμηφόρα
που κουβαλάει μια προσευχή.
Και στην υπόγεια την ταβέρνα
μέσα στους καπνούς και τις βρισιές
χάνεται η Σμύρνη, σβήνει ο ναργιλές
σύννεφα σηκώσαν οι ορδές
μάγισσες που πήραν του Οδυσσέα
τις στερνές του τις πνοές.
|
Ta fóta svínun stin othóni
ki asprómavra ta plána ksekinun
stin Athinás tris dolofóni
stená me parakoluthun.
Svínun ta kókkina fanária
pseftiki agkaliá me to stanió
símera sti Stélla kánun proksenió
t’ óniró tis kánun rimadió
kukla mu, su peksane sta zária
t’ áspro su to nifikó.
Me mia latérna ke to dísko
ke ton Fotópulo n’ agkomachi
san to stavró stin amifóra
pu kuvalái mia prosefchí.
Ke stin ipógia tin tavérna
mésa stus kapnus ke tis vrisiés
chánete i Smírni, svíni o nargilés
sínnefa sikósan i ordés
mágisses pu píran tu Odisséa
tis sternés tu tis pnoés.
|