Από τότε που ‘φτιαξε ο Θεός την πλάση
ένα πράγμα μου ‘φταιξε, μου ‘φταιξε, μου ‘φταιξε:
Ο φτωχός ο άνθρωπος τι είχε να περάσει
που πανάθεμα το μήλο και την Εύα τη μπιρμπίλω
του παράδεισου το τζάμπα μια για πάντα είχε χάσει.
Κι όπως έχει η βδομάδα τα μερόνυχτα εφτά
η ζωή μας η ρημάδα δε φτουράει χωρίς λεφτά.
Τα λεφτά, τα λεφτά, ποιος τ’ ανακάλυψε
τα λεφτά, τα λεφτά, την πορτοφόλα
τα λεφτά, τα λεφτά, και μας παράλειψε,
τι παθαίνει ο άνθρωπος με του παρά τη φόλα.
Τα λεφτά, τα λεφτά, τα εκατομμύρια
τα λεφτά, τα μπερντέ, τα μπικικίνια
τα ψιλά, τα χοντρά, τριάντα αργύρια,
στο καζίνο την πατάς εφόσον έχεις γκίνια.
Άμα είσαι στην ανάγκη και “διά χειρός Βαράγκη”
θα πουλήσεις το τραπέζι και τη σάλα σου,
κι άμα τρέχουν οι πιστώσεις και τη μάνα σου θα δώσεις
προκειμένου να γλιτώσεις την κεφάλα σου.
Κάθε μέρα δυο ληστείες και δεινά και δυναστείες
και σεκιούριτι και πόρτες και ασφάλειες
και στο μάτι η πονηρία μη χαθεί η ευκαιρία,
δε γιατρεύονται με φράγκα οι ανασφάλειες.
Για τα λεφτά όλα γίνονται
για το μοιραίο το ευρώ
με το ξυστό όλοι ξύνονται
μα εγώ έχω εσέ θησαυρό.
|
Apó tóte pu ‘ftiakse o Theós tin plási
éna prágma mu ‘ftekse, mu ‘ftekse, mu ‘ftekse:
O ftochós o ánthropos ti iche na perási
pu panáthema to mílo ke tin Eva ti birbílo
tu parádisu to tzába mia gia pánta iche chási.
Ki ópos échi i vdomáda ta merónichta eftá
i zoí mas i rimáda de fturái chorís leftá.
Ta leftá, ta leftá, pios t’ anakálipse
ta leftá, ta leftá, tin portofóla
ta leftá, ta leftá, ke mas parálipse,
ti patheni o ánthropos me tu pará ti fóla.
Ta leftá, ta leftá, ta ekatommíria
ta leftá, ta bernté, ta bikikínia
ta psilá, ta chontrá, triánta argiria,
sto kazíno tin patás efóson échis gkínia.
Άma ise stin anágki ke “diá chirós Oarágki”
tha pulísis to trapézi ke ti sála su,
ki áma tréchun i pistósis ke ti mána su tha dósis
prokiménu na glitósis tin kefála su.
Káthe méra dio listies ke diná ke dinasties
ke sekiuriti ke pórtes ke asfálies
ke sto máti i poniría mi chathi i efkería,
de giatrevonte me frágka i anasfálies.
Gia ta leftá óla ginonte
gia to mireo to evró
me to ksistó óli ksínonte
ma egó écho esé thisavró.
|