Τα πάθη μου, τα μέχρι χτες,
που τα `φτιαξα με κόπους,
τα έστειλα προσκυνητές
να παν’ στους Άγιους Τόπους.
Να πάνε να ρωτήσουνε
του Γολγοθά το χώμα,
για να τον κατακτήσουνε,
τι απομένει ακόμα.
Και γύρισαν τα πάθη μου,
αγκάλιασαν τα λάθη μου
και μου `δειξαν εσένα,
εσένα που σε πίστεψα
και στις πληγές ασκήτεψα,
με χρόνια σταυρωμένα.
Τα πάθη μου τα μυστικά,
τα έντυσα προδότες
και τα `στειλα πεισματικά
να σου χτυπούν τις πόρτες.
Για να σου πουν το μήνυμα
του Γολγοθά, που ξέρει,
πως της καρδιάς το τίμημα,
κρύβεται στο μαχαίρι.
Και γύρισαν τα πάθη μου,
αγκάλιασαν τα λάθη μου
και μου `παν, έχεις φύγει,
και μου `φεραν δυο γράμματα
βρεγμένα από τα κλάματα,
που πνίγετ’ όποιος πνίγει.
|
Ta páthi mu, ta méchri chtes,
pu ta `ftiaksa me kópus,
ta éstila proskinités
na pan’ stus Άgius Tópus.
Na páne na rotísune
tu Golgothá to chóma,
gia na ton kataktísune,
ti apoméni akóma.
Ke girisan ta páthi mu,
agkáliasan ta láthi mu
ke mu `diksan eséna,
eséna pu se pístepsa
ke stis pligés askítepsa,
me chrónia stavroména.
Ta páthi mu ta mistiká,
ta éntisa prodótes
ke ta `stila pismatiká
na su chtipun tis pórtes.
Gia na su pun to mínima
tu Golgothá, pu kséri,
pos tis kardiás to tímima,
krívete sto macheri.
Ke girisan ta páthi mu,
agkáliasan ta láthi mu
ke mu `pan, échis fígi,
ke mu `feran dio grámmata
vregména apó ta klámata,
pu pníget’ ópios pnígi.
|