Αν θες να φτάσεις ψηλά και στο κορμί μου πατάς για να ανέβεις
αν θέλεις κι άλλα λεφτά κι απ’ την ψυχή την ανάγκη μου κλέβεις
αν θες να βγεις πιο μπροστά, κοίτα το βήμα σου και πίσω μη σπρώχνεις
θα μετανιώσεις, δε θα γλιτώσεις, εγώ θα ζω, θ’ αναπνέω για να πληρώσεις.
Γιατί θ’ αντέξω δε θα λυγίσω ποτέ
σου λέω, θα το παλέψω με το κεφάλι ψηλά
ώσπου ο ήλιος να βγει μέσα απ’ το σκοτάδι
εγώ θ’ αντέξω και θα μπορέσω
τη σκοτεινή σου πλευρά θα καταστρέψω.
Με κλείσατε στο σπίτι, με σέρνετε απ’ τη μύτη
αφού με πνίξατε στα χρέη κι είσαστε πια όλοι ωραίοι
για ένα μισθό της πλάκας θα δουλεύω σαν μαλάκας
και οι μόνες διακοπές μου θα είναι ο μπλε ο καναπές μου
εκεί μπροστά στο χαζοκούτι με σκέψεις σαν μπαρμπούτι
έστω με ζάρια πειραγμένα πια θα παίξω και για μένα
τα δάση μου τα κάψατε, τον τσαμπουκά μου σπάσατε
της νιότης μου η δίκη δε θα γίνει καταδίκη.
|
An thes na ftásis psilá ke sto kormí mu patás gia na anévis
an thélis ki álla leftá ki ap’ tin psichí tin anágki mu klévis
an thes na vgis pio brostá, kita to víma su ke píso mi spróchnis
tha metaniósis, de tha glitósis, egó tha zo, th’ anapnéo gia na plirósis.
Giatí th’ antékso de tha ligiso poté
su léo, tha to palépso me to kefáli psilá
óspu o ílios na vgi mésa ap’ to skotádi
egó th’ antékso ke tha boréso
ti skotiní su plevrá tha katastrépso.
Me klisate sto spíti, me sérnete ap’ ti míti
afu me pníksate sta chréi ki isaste pia óli orei
gia éna misthó tis plákas tha dulevo san malákas
ke i mónes diakopés mu tha ine o ble o kanapés mu
eki brostá sto chazokuti me sképsis san barbuti
ésto me zária piragména pia tha pekso ke gia ména
ta dási mu ta kápsate, ton tsabuká mu spásate
tis niótis mu i díki de tha gini katadíki.
|