Θέλω πολύ ένα σκούρο τραπέζι,
να ‘χει καρέκλες στο χρώμα της βόλτας,
έτσι η καρδιά μου δυο ρόλους να παίζει,
όταν σαπίζει το ξύλο της πόρτας.
Θέλω κρασί σε γυαλί κολωνάτο,
δύο κεριά που ποτέ να μη σβήνουν,
κι ένα μυαλό όλο ψέμα γεμάτο,
όσο οι νύχτες με δένουν, με λύνουν.
Θέλω κι άλλα πολλά, που δε λέγονται τώρα,
θέλω τζάμια θολά την κατάλληλη ώρα,
που το χέρι ξυπνά μοναχό στο κρεβάτι,
και το στόμα γυρνά και του δείχνει την πλάτη,
θέλω κι άλλα πολλά…
Θέλω πολύ μιαν αγάπη μπαλκόνι,
να ‘χει θέα παλιά καφενεία,
κι όταν ο νους με φιλιά ζευγαρώνει,
στη μοναξιά μου να μπαίνει τελεία.
Θέλω μικρούς, τους μεγάλους χειμώνες,
κάτι στα χέρια μου, κάτι δικό μου,
κι όση στεριά νοσταλγούν οι γοργόνες,
τόσο το κύμα τους να’ ρχεται μπρος μου.
|
Thélo polí éna skuro trapézi,
na ‘chi karékles sto chróma tis vóltas,
étsi i kardiá mu dio rólus na pezi,
ótan sapízi to ksílo tis pórtas.
Thélo krasí se gialí kolonáto,
dío keriá pu poté na mi svínun,
ki éna mialó ólo pséma gemáto,
óso i níchtes me dénun, me línun.
Thélo ki álla pollá, pu de légonte tóra,
thélo tzámia tholá tin katállili óra,
pu to chéri ksipná monachó sto kreváti,
ke to stóma girná ke tu dichni tin pláti,
thélo ki álla pollá…
Thélo polí mian agápi balkóni,
na ‘chi théa paliá kafenia,
ki ótan o nus me filiá zevgaróni,
sti monaksiá mu na beni telia.
Thélo mikrus, tus megálus chimónes,
káti sta chéria mu, káti dikó mu,
ki ósi steriá nostalgun i gorgónes,
tóso to kíma tus na’ rchete bros mu.
|