Στου σπιτιού σου εμπρός τα σκαλοπάτια
για τα όμορφα γλυκά σου μάτια,
Θεσσαλονικιά κυρά μου
όμορφη αρχόντισσά μου
κάθε βράδυ πάντα τριγυρνώ,
για να βγεις να σου μιλήσω
και γλυκά να σε φιλήσω
αφού ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ.
Κάθε βράδυ μπαίνω στην ταβέρνα
για τα μάτια σου τα μαγεμένα.
Για τα δυο σμιχτά σου φρύδια
σαν γελάς μοιάζουν με φίδια
και μου καίνε φως μου την καρδιά
το ‘ριξα και στο ποτήρι
για μεγάλο σου χατήρι
μα δε βρίσκω ο δόλιος γιατρειά.
Σούρας τριγυρνώ στο Μπεξινάρι
και μιλώ για σε με το φεγγάρι.
Ξημερώνομαι βραδιάζω
κι όλο κρυφαναστενάζω
δε σε βρίσκω όμως πουθενά
Θεσσαλονικιά κυρά μου
για να σβήσω το σεβντά μου
δε σε βρίσκω όμως πουθενά.
|
Stu spitiu su ebrós ta skalopátia
gia ta ómorfa gliká su mátia,
Thessalonikiá kirá mu
ómorfi archóntissá mu
káthe vrádi pánta trigirnó,
gia na vgis na su milíso
ke gliká na se filíso
afu kséris póso s’ agapó.
Káthe vrádi beno stin tavérna
gia ta mátia su ta mageména.
Gia ta dio smichtá su frídia
san gelás miázun me fídia
ke mu kene fos mu tin kardiá
to ‘riksa ke sto potíri
gia megálo su chatíri
ma de vrísko o dólios giatriá.
Suras trigirnó sto Beksinári
ke miló gia se me to fengári.
Ksimerónome vradiázo
ki ólo krifanastenázo
de se vrísko ómos puthená
Thessalonikiá kirá mu
gia na svíso to sevntá mu
de se vrísko ómos puthená.
|