Ό,τι κι αν πω
δε βρίσκω τη φωνή σου
στα χείλη της αβύσσου τις λέξεις ακουμπώ
διψώ ό,τι κι αν πω.
Όσο μπορώ
το βλέμμα σου γυρεύω
και στης καρδιάς το κόκκινο δέντρο ακουμπώ
κρατώ όσο μπορώ.
Σαν κλωστή ο δρόμος απλώνει
περπατώ μες στο λασπωμένο χιόνι
μια κλωστή λεπτή με τυλίγει
σαν πληγή ζεστή κυλάει η ζωή.
Ό,τι αγαπώ
είναι βροχή της άμμου
μέσ’ απ’ τα δάχτυλά μου
γλιστράει στο βυθό, γυρνώ
ό, τι αγαπώ.
Και προχωρώ
στης άνοιξης το χιόνι
μέσα στις ελιές
στήνεις φωλιές
μικρό μου αηδόνι.
Σαν κλωστή ο δρόμος τελειώνει
περπατώ μες στο τελευταίο χιόνι
μια κλωστή λεπτή με τυλίγει
σαν πληγή ζεστή κυλάει η ζωή
στη σιωπή ξυπνάει τ’ αηδόνι
σαν φωνή ζεστή θα` ρθει η γιορτή.
Και προχωρώ
στης άνοιξης το χιόνι
τρέξε, μικρό μου αηδόνι
στα φύλλα της καρδιάς, μεθάς
να με μεθάς.
|
Ό,ti ki an po
de vrísko ti foní su
sta chili tis avíssu tis léksis akubó
dipsó ó,ti ki an po.
Όso boró
to vlémma su girevo
ke stis kardiás to kókkino déntro akubó
krató óso boró.
San klostí o drómos aplóni
perpató mes sto laspoméno chióni
mia klostí leptí me tilígi
san pligí zestí kilái i zoí.
Ό,ti agapó
ine vrochí tis ámmu
més’ ap’ ta dáchtilá mu
glistrái sto vithó, girnó
ó, ti agapó.
Ke prochoró
stis ániksis to chióni
mésa stis eliés
stínis foliés
mikró mu aidóni.
San klostí o drómos telióni
perpató mes sto telefteo chióni
mia klostí leptí me tilígi
san pligí zestí kilái i zoí
sti siopí ksipnái t’ aidóni
san foní zestí tha` rthi i giortí.
Ke prochoró
stis ániksis to chióni
trékse, mikró mu aidóni
sta fílla tis kardiás, methás
na me methás.
|