Κι όπως είπε ο Κρίσνα
στο φίλο του και στρατηλάτη λίγο πριν τη μάχη,
“Πετσοκόψτε τους” σαν να `θελε να πει “αγάπησέ τους”,
“μόνο αν αγαπήσεις τον εχθρό, τότε χτύπησέ τον”.
Είπε και γέμισε η γη κι ο ουρανός
με μια παράξενη, πολύχρωμη σκόνη
και χίλιοι τρεις κοχλίες άνεμοι με βόστρυχους ξανθούς,
επαναλάμβαναν τους στεναγμούς κι ορυμαγδούς της μάχης.
Και ξαφνικά να ‘μαι εδώ, τρέμοντας, ριγώντας,
με μούτρα κολλημένα πάνω στο τζάμι του φεγγίτη
που ‘βλεπε και βλέπει κάτω, προς τον άλλο κόσμο
και σαν τις δαχτυλιές, επάνω στο παγωμένο,
διάφανο και στο θαμπό της εκπνοής, μου γνέφει ο Μάνος:
“Ήμαρτον Κύριε, τα πράγματα τα ίδια είναι θαύματα”.
|
Ki ópos ipe o Krísna
sto fílo tu ke stratiláti lígo prin ti máchi,
“Petsokópste tus” san na `thele na pi “agápisé tus”,
“móno an agapísis ton echthró, tóte chtípisé ton”.
Ipe ke gémise i gi ki o uranós
me mia parákseni, políchromi skóni
ke chílii tris kochlíes ánemi me vóstrichus ksanthus,
epanalámvanan tus stenagmus ki orimagdus tis máchis.
Ke ksafniká na ‘me edó, trémontas, rigóntas,
me mutra kolliména páno sto tzámi tu fengiti
pu ‘vlepe ke vlépi káto, pros ton állo kósmo
ke san tis dachtiliés, epáno sto pagoméno,
diáfano ke sto thabó tis ekpnoís, mu gnéfi o Mános:
“Ήmarton Kírie, ta prágmata ta ídia ine thafmata”.
|