Με πάτησε το τρένο· δεν το κατάλαβα.
Εγώ δε θα πεθάνω, γιατί μετάλαβα
στου έρωτα τον πόθο τον ανεκπλήρωτο
που έχει το κορμί σου χρέος απλήρωτο.
Αναπνοές μυρίζεις και τρελαίνομαι
σαν φώσφορο γυαλίζεις και ξετρελαίνομαι.
Κι όταν φοράς τα άσπρα τα πουκάμισα,
φοράει τα μαύρα η καρδιά.
Πλάσμα, σκληρό και ζόρικο,
δε θα γλιτώσεις τελικά.
Βγάζεις το πάθος μου, αιμοβόρικο,
και θα πληρώσεις τη ζημιά.
Τόσο που σ’ αγαπάω, δεν έχω δίλημμα,
δε θέλω να συγκρίνω αλλού το φίλημα.
Κι αν θέλεις την αγάπη σφίγγα και αίνιγμα,
αλλάζω τη μοδίστρα, βρε, και το χτένισμα.
Αναπνοές μυρίζεις και τρελαίνομαι
σαν φώσφορο γυαλίζεις και ξετρελαίνομαι.
Κι όταν φοράς τα άσπρα τα πουκάμισα,
φοράει τα μαύρα η καρδιά.
Πλάσμα, σκληρό και ζόρικο,
δε θα γλιτώσεις τελικά.
Βγάζεις το πάθος μου, αιμοβόρικο,
και θα πληρώσεις τη ζημιά
|
Me pátise to tréno· den to katálava.
Egó de tha petháno, giatí metálava
stu érota ton pótho ton anekplíroto
pu échi to kormí su chréos aplíroto.
Anapnoés mirízis ke trelenome
san fósforo gialízis ke ksetrelenome.
Ki ótan forás ta áspra ta pukámisa,
forái ta mavra i kardiá.
Plásma, skliró ke zóriko,
de tha glitósis teliká.
Ogázis to páthos mu, emovóriko,
ke tha plirósis ti zimiá.
Tóso pu s’ agapáo, den écho dílimma,
de thélo na sigkríno allu to fílima.
Ki an thélis tin agápi sfínga ke enigma,
allázo ti modístra, vre, ke to chténisma.
Anapnoés mirízis ke trelenome
san fósforo gialízis ke ksetrelenome.
Ki ótan forás ta áspra ta pukámisa,
forái ta mavra i kardiá.
Plásma, skliró ke zóriko,
de tha glitósis teliká.
Ogázis to páthos mu, emovóriko,
ke tha plirósis ti zimiá
|