Το Σεπτέμβριο θυμάμαι όταν άδειαζαν οι πάγκοι
κι έπαψ’ ή βουή του κόσμου, πήγαν τα παιδιά για τσάι.
Άσε μας θεέ ψηλά, να θυμόμαστε τ’ απλά
τώρα που έχουν πια πεθάνει
όλοι που μας αγαπάνε, λοχαγοί και βασιλιάδες.
Πέρα στην παλιά μας Κύπρο και στην Κένυα την καημένη
όλοι εκεί βασανισμένοι μαύροι κι άσπροι από τους άσπρους.
Και στα ξωτικά τα μέρη κι όπου ρίξουμε το μάτι
το κουδούνι του σχολείου στο μισό Μπέλφαστ σημαίνει
κι αχ, ή Αγγλία μας ή καημένη, λοχαγοί και βασιλιάδες.
Σκόνταψα σ’ ένα βραχνά μου και στο πάρκο ‘κει του Ουΐνδσορ,
τι θαρρείτε κει πώς ηύρα, περπατώντας στο σκοτάδι;
Μισοδαγκωμένο μήλο και το πιο αστείο απ’ όλα
χαραγμένα πέντε δόντια
πέντε δόντια από παιδάκι, λοχαγοί και βασιλιάδες.
|
To Septémvrio thimáme ótan ádiazan i págki
ki épaps’ í vuí tu kósmu, pígan ta pediá gia tsái.
Άse mas theé psilá, na thimómaste t’ aplá
tóra pu échun pia petháni
óli pu mas agapáne, lochagi ke vasiliádes.
Péra stin paliá mas Kípro ke stin Kénia tin kaiméni
óli eki vasanisméni mavri ki áspri apó tus ásprus.
Ke sta ksotiká ta méri ki ópu ríksume to máti
to kuduni tu scholiu sto misó Bélfast simeni
ki ach, í Anglía mas í kaiméni, lochagi ke vasiliádes.
Skóntapsa s’ éna vrachná mu ke sto párko ‘ki tu Oiΐndsor,
ti tharrite ki pós iíra, perpatóntas sto skotádi;
Misodagkoméno mílo ke to pio astio ap’ óla
charagména pénte dóntia
pénte dóntia apó pedáki, lochagi ke vasiliádes.
|