Είκοσι τρεις του Θεριστή
στου Πικραμένου την αυλή
πάνε και λεν, πάνε και λένε:
«Αν το μπορείς δυστυχισμένε,
στο περιβόλι σου έβγα απόψε
και τα λουλούδια σου όλα κόψε.
Γράψε στη θύρα σου σταυρό
βάλε από κάτω τ’ όνομά σου
τι θα φουντώσουν στα πλευρά σου
ταχιά τσουκνίδες κι αγριάδες.
Πάρε κεριά, πάρε λαμπάδες
μάθε τα χέρια να σταυρώνεις
κι απάνω από την ερημιά
γέψου της νύχτας τη δροσιά
τι πριν περάσουν μήνες δυο
θα κείτεσαι στο σάβανο».
Στους ουρανούς ταχιά προβαίνει
ο ταξιάρχης και πηγαίνει
που `χει το σύννεφο σπαθί
στράφτει και πάει και δε μιλεί.
Είκοσι τρεις του Θεριστή
μέσα στην έρμη την αυλή
τα μάτια ανοίγει ο Πικραμένος
της μοίρας ο σημαδεμένος
κι είκοσι τρεις τ’ Αυγούστου
γέρνει και τα πικροσφαλεί.
|
Ikosi tris tu Theristí
stu Pikraménu tin avlí
páne ke len, páne ke léne:
«An to boris distichisméne,
sto perivóli su évga apópse
ke ta luludia su óla kópse.
Grápse sti thíra su stavró
vále apó káto t’ ónomá su
ti tha funtósun sta plevrá su
tachiá tsuknídes ki agriádes.
Páre keriá, páre labádes
máthe ta chéria na stavrónis
ki apáno apó tin erimiá
gépsu tis níchtas ti drosiá
ti prin perásun mínes dio
tha kitese sto sávano».
Stus uranus tachiá proveni
o taksiárchis ke pigeni
pu `chi to sínnefo spathí
stráfti ke pái ke de mili.
Ikosi tris tu Theristí
mésa stin érmi tin avlí
ta mátia anigi o Pikraménos
tis miras o simademénos
ki ikosi tris t’ Avgustu
gérni ke ta pikrosfali.
|