Είν’ άνθρωποι που δε θα βρεις
και μήτε θα τους αγαπήσεις
και κάποιοι που ήρθαν πιο νωρίς
για τις μεγάλες συναντήσεις.
Εσύ μαγεύεις τη βροχή
και ρίχνεις τα χαρτιά για μένα
και βρίσκεις μες στα μαγικά
τα χρόνια μου τα σκοτωμένα.
Σε κάποιο μπαρ ενός σταθμού
πηγαίνω να σε συναντήσω,
το φάντασμά σου όμως παντού
μου λέει να γυρίσω πίσω.
Με εκείνα μοιάζεις που αναιρώ
κι εσύ ποτέ δε θα γνωρίσεις,
γιατί σκοτώνουν τον καιρό
πάντα οι τυχαίες συναντήσεις.
Γι’ αυτό και ψάχνω να σε βρω
εκεί που δε θα με ζητήσεις.
|
In’ ánthropi pu de tha vris
ke míte tha tus agapísis
ke kápii pu írthan pio norís
gia tis megáles sinantísis.
Esí magevis ti vrochí
ke ríchnis ta chartiá gia ména
ke vrískis mes sta magiká
ta chrónia mu ta skotoména.
Se kápio bar enós stathmu
pigeno na se sinantíso,
to fántasmá su ómos pantu
mu léi na giríso píso.
Me ekina miázis pu aneró
ki esí poté de tha gnorísis,
giatí skotónun ton keró
pánta i tichees sinantísis.
Gi’ aftó ke psáchno na se vro
eki pu de tha me zitísis.
|