Μες στην παλιά μου γειτονιά
που έζησα κάθε της γωνιά
ξαναγυρνάω.
Εκεί που παίζαμε κρυφτό
κι ήθελα σ’ όλους να το πω
πως σ’ αγαπάω.
Σαν κάτι έρημα πουλιά
κρυβόμουν σε μια μυγδαλιά
κι αναρωτιόμουν
πως μοιάζει ο κόσμος με γυαλί!
Μα σ’ είχα κάνει προσευχή,
κι ονειρευόμουν.
Μια εφηβεία που δεν είχε ζωγραφιές
στην κάμαρά μου
και που πηδούσε τ’ Αϊ Γιαννιού τις πυρκαγιές
μες στην καρδιά μου.
Μια εφηβεία λαϊκή με σινεμά
στη γαλαρία
και κάθε βράδυ σαν το πέλαγο η καρδιά
σάλπαρε πλοία.
Στη βόλτα κάθε Κυριακή
και μοσχοβόλαγε ρακί
η παραλία.
Τα τραπεζάκια στη σειρά
κι εγώ να βλέπω τρυφερά
βάρκες και πλοία.
Μες στην ομίχλη της καρδιάς
τα παραμύθια της γιαγιάς
είχα πυξίδα.
Κι όταν με πήρες αγκαλιά,
ήταν σαν ν’ άκουγα πουλιά
στην καταιγίδα.
Μια εφηβεία που δεν είχε ζωγραφιές
στην κάμαρά μου
και που πηδούσε τ’ Αϊ Γιαννιού τις πυρκαγιές
μες στην καρδιά μου.
Μια εφηβεία λαϊκή με σινεμά
στη γαλαρία
και κάθε βράδυ σαν το πέλαγο η καρδιά
σάλπαρε πλοία.
|
Mes stin paliá mu gitoniá
pu ézisa káthe tis goniá
ksanagirnáo.
Eki pu pezame kriftó
ki íthela s’ ólus na to po
pos s’ agapáo.
San káti érima puliá
krivómun se mia migdaliá
ki anarotiómun
pos miázi o kósmos me gialí!
Ma s’ icha káni prosefchí,
ki onirevómun.
Mia efivia pu den iche zografiés
stin kámará mu
ke pu piduse t’ Ai Gianniu tis pirkagiés
mes stin kardiá mu.
Mia efivia laikí me sinemá
sti galaría
ke káthe vrádi san to pélago i kardiá
sálpare plia.
Sti vólta káthe Kiriakí
ke moschovólage rakí
i paralía.
Ta trapezákia sti sirá
ki egó na vlépo triferá
várkes ke plia.
Mes stin omíchli tis kardiás
ta paramíthia tis giagiás
icha piksída.
Ki ótan me píres agkaliá,
ítan san n’ ákuga puliá
stin kategida.
Mia efivia pu den iche zografiés
stin kámará mu
ke pu piduse t’ Ai Gianniu tis pirkagiés
mes stin kardiá mu.
Mia efivia laikí me sinemá
sti galaría
ke káthe vrádi san to pélago i kardiá
sálpare plia.
|