Εγώ την πόρτα μου δεν κλείνω
κι έχω απάνω το κλειδί,
κι αν μετανιώσει ο άνθρωπός μου
να καταλάβει και να μπει.
Χειλάκια μου, αφίλητα χειλάκια μου
που καίτε όταν βάζω τα χεράκια μου.
Χειλάκια μου, αφίλητα χειλάκια μου
τον ύπνο τους τον χάσαν τα ματάκια μου.
Εγώ την πόρτα μου δεν κλείνω,
το ξέρω πως θα ξαναρθείς.
Τα πεισματάκια σου ν’ αφήσεις
κι εδώ να ’ρθείς να κοιμηθείς.
Χειλάκια μου, αφίλητα χειλάκια μου
που καίτε όταν βάζω τα χεράκια μου.
Χειλάκια μου, αφίλητα χειλάκια μου
τον ύπνο τους τον χάσαν τα ματάκια μου.
|
Egó tin pórta mu den klino
ki écho apáno to klidí,
ki an metaniósi o ánthropós mu
na katalávi ke na bi.
Chilákia mu, afílita chilákia mu
pu kete ótan vázo ta cherákia mu.
Chilákia mu, afílita chilákia mu
ton ípno tus ton chásan ta matákia mu.
Egó tin pórta mu den klino,
to kséro pos tha ksanarthis.
Ta pismatákia su n’ afísis
ki edó na ’rthis na kimithis.
Chilákia mu, afílita chilákia mu
pu kete ótan vázo ta cherákia mu.
Chilákia mu, afílita chilákia mu
ton ípno tus ton chásan ta matákia mu.
|