Μες στους δρόμους της Βαγδάτης
είδαν τη κορμοστασιά της
και ζηλέψανε.
Και μια νύχτα δίχως άστρα
μπήκαν στα ψηλά τα κάστρα
και την κλέψανε.
Έτσι το ’θελε η Τύχη
και η Ζεχρά σε έναν σεΐχη
παραδόθηκε.
και από τότε στο φεγγάρι
κλαίει κάποιο παλληκάρι
που προδόθηκε.
Ζεχρά,
πίστεψε με, Ζεχρά,
πως πονώ κι υποφέρω
δε σε λησμονώ.
Ζεχρά,
με δυο χείλη ωχρά
τ’όνομά σου προφέρω,
κλαίω και θρηνώ.
Γύρω μου είν’ όλα νεκρά,
σου τ’ορκίζομαι Ζεχρά.
|
Mes stus drómus tis Oagdátis
idan ti kormostasiá tis
ke zilépsane.
Ke mia níchta díchos ástra
bíkan sta psilá ta kástra
ke tin klépsane.
Έtsi to ’thele i Tíchi
ke i Zechrá se énan seΐchi
paradóthike.
ke apó tóte sto fengári
klei kápio pallikári
pu prodóthike.
Zechrá,
pístepse me, Zechrá,
pos ponó ki ipoféro
de se lismonó.
Zechrá,
me dio chili ochrá
t’ónomá su proféro,
kleo ke thrinó.
Giro mu in’ óla nekrá,
su t’orkízome Zechrá.
|