Αγάπησα κι εγώ ο φτωχός μιαν απ’ την γειτονιά μου
πω, πω, πω, πω τρελάθηκα μου πήρε την καρδιά μου.
Μου ‘καψε την καρδούλα μου και μ’ άναψε φωτιά
Άχ, μικροπαντρεμένη, κουκλάρα μου γλυκιά.
Σαν ήλιος μες στην γειτονιά εσύ `σαι και φωτίζεις,
ο άνδρας σου σαν έρχεται πες μου γιατί δακρύζεις;
Λοιπόν έλα να φύγουμε και δεν είναι ντροπή
και μη σε μέλει η γειτονιά και ο κόσμος τι θα πει.
Γειτόνισσά μου, γειτόνισσα
κακούργα δολοφόνισσα.
Μαζί μου έλα μια βραδιά να τα μιλήσουμε
και μια ζωή καλύτερη οι δύο να ζήσουμε.
Όλοι σε λένε όμορφη γι’ αυτό το έχεις καμάρι
και ξέρω πως δεν αγαπάς τον άντρα που `χεις πάρει.
Κρυφά να αγαπιόμαστε αυτό δε θα τ’ αντέξω
γι’ αυτό και τ’ απεφάσισα μια νύχτα να σε κλέψω.
|
Agápisa ki egó o ftochós mian ap’ tin gitoniá mu
po, po, po, po treláthika mu píre tin kardiá mu.
Mu ‘kapse tin kardula mu ke m’ ánapse fotiá
Άch, mikropantreméni, kuklára mu glikiá.
San ílios mes stin gitoniá esí `se ke fotízis,
o ándras su san érchete pes mu giatí dakrízis;
Lipón éla na fígume ke den ine ntropí
ke mi se méli i gitoniá ke o kósmos ti tha pi.
Gitónissá mu, gitónissa
kakurga dolofónissa.
Mazí mu éla mia vradiá na ta milísume
ke mia zoí kalíteri i dío na zísume.
Όli se léne ómorfi gi’ aftó to échis kamári
ke kséro pos den agapás ton ántra pu `chis pári.
Krifá na agapiómaste aftó de tha t’ antékso
gi’ aftó ke t’ apefásisa mia níchta na se klépso.
|