Στη Σμύρνη, Μέλπω. Ηρώ, στη Σαλονίκη.
Στο Βόλο, Κατινίτσα, έναν καιρό.
Τώρα στα Βούρλα με φωνάζουν Λέλα.
Ο τόπος μου, ποιος ήταν; Ποιοί οι δικοί μου;
Αν ξέρω, ανάθεμά με.
Σπίτι, πατρίδα έχω τα μπορντέλα.
Ως κι οι πικροί μου χρόνοι, οι παιδικοί μου,
θολές, σβησμένες ζωγραφιές.
Κι είν’ αδειανό σεντούκι η θύμησή μου.
Το σήμερα χειρότερο απ’ το χτες.
Και τ’ αύριο απ’ το σήμερα θε να `ναι.
Φιλιά από στόματ’ άγνωστα, βρισιές
κι οι χωροφύλακες να με τραβολογάνε.
Γλέντια, καυγάδες ως να φέξει.
Αρρώστιες, αμφιθέατρο, Συγγρού
κι ενέσεις εξακόσια έξι.
Πνιγμένου καραβιού σάπιο σανίδι.
Όλη η ζωή μου του χαμού.
Μ’ από την κόλασή μου, σού φωνάζω:
Εικόνα σου είμαι, κοινωνία, και σού μοιάζω.
Μ’ από την κόλασή μου, σού φωνάζω:
Εικόνα σου είμαι, κοινωνία, και σού μοιάζω.
|
Sti Smírni, Mélpo. Iró, sti Saloníki.
Sto Oólo, Katinítsa, énan keró.
Tóra sta Ourla me fonázun Léla.
O tópos mu, pios ítan; Pii i diki mu;
An kséro, anáthemá me.
Spíti, patrída écho ta borntéla.
Os ki i pikri mu chróni, i pediki mu,
tholés, svisménes zografiés.
Ki in’ adianó sentuki i thímisí mu.
To símera chirótero ap’ to chtes.
Ke t’ avrio ap’ to símera the na `ne.
Filiá apó stómat’ ágnosta, vrisiés
ki i chorofílakes na me travologáne.
Gléntia, kavgádes os na féksi.
Arrósties, amfithéatro, Singru
ki enésis eksakósia éksi.
Pnigménu karaviu sápio sanídi.
Όli i zoí mu tu chamu.
M’ apó tin kólasí mu, su fonázo:
Ikóna su ime, kinonía, ke su miázo.
M’ apó tin kólasí mu, su fonázo:
Ikóna su ime, kinonía, ke su miázo.
|