Στην αγκαλιά σου ο πάππους μου εκοιμήθη
κι η μάμμη η χρυσοπαραμυθένια
και ο λυγμός που κρύβω μες στα στήθη
γιαλοί κι ερημοκλησιά αγιασμένα.
Σαν τη δασκάλα με τα μαύρα ρούχα
ελεύθερος ξανά θέλω να ζήσω
να κλάψω την παλιάν αγάπη που `χα
την πόρτα του σπιτιού μου να φιλήσω.
Έμποροι των εθνών παλιά και τώρα
μαύρες σκιές στα μέρη που φωτίζει
μα βλέπουν στις πήγες πάνω απ’ τη χώρα
τ’ Αι Γιώργη το σπαθί ν’ αντιφεγγίζει.
Στην Καρπασία μια φορά θυμάμαι
μικρό παιδί στα γόνατα σου να ‘μαι
και στου μοναστηριού το δρόμο κάτω
αρχάγγελος χτυπούσε τα φτερά του.
|
Stin agkaliá su o páppus mu ekimíthi
ki i mámmi i chrisoparamithénia
ke o ligmós pu krívo mes sta stíthi
giali ki erimoklisiá agiasména.
San ti daskála me ta mavra rucha
eleftheros ksaná thélo na zíso
na klápso tin palián agápi pu `cha
tin pórta tu spitiu mu na filíso.
Έbori ton ethnón paliá ke tóra
mavres skiés sta méri pu fotízi
ma vlépun stis píges páno ap’ ti chóra
t’ E Giórgi to spathí n’ antifengizi.
Stin Karpasía mia forá thimáme
mikró pedí sta gónata su na ‘me
ke stu monastiriu to drómo káto
archángelos chtipuse ta fterá tu.
|