Κατέβηκα στο λιμάνι
κι είδα τα χρόνια μου
και τα καράβια να φεύγουν.
Ήτανε όμορφα η θάλασσα στολισμένη,
αλλά ήσουν μακριά.
Και παρακάλεσα το Θεό
να μ’ αφήσει να ξενυχτήσω,
κάτω από ένα Του αστέρι,
να σταματήσει για λίγο
στη θάλασσα τα καράβια,
να σταματήσει τα χρόνια μου,
γιατί ήσουν μακριά.
|
Katévika sto limáni
ki ida ta chrónia mu
ke ta karávia na fevgun.
Ήtane ómorfa i thálassa stolisméni,
allá ísun makriá.
Ke parakálesa to Theó
na m’ afísi na ksenichtíso,
káto apó éna Tu astéri,
na stamatísi gia lígo
sti thálassa ta karávia,
na stamatísi ta chrónia mu,
giatí ísun makriá.
|