Πρωί πρωί με τη δροσούλα
Τον καφέ μου πίνω κι ένα τσιγάρο
Και προσπαθώ να θυμηθώ τα όνειρά μου
Πριν να ξελαμπικάρω
Ονειρευόμουνα πως είμαστε φευγάτοι
Στα βουνά και στα δάση
Χωρίς μυστήρια, ξυπνητήρια
Κι όλη ετούτη την ανώφελη δράση
Εκεί δεν είχε αυτοκίνητα
Κι ανθρώπους να κοιτούν σαν δραπέτες
Και δε μας ένοιαζε καθόλου για λεφτά
Γιατί δεν είχαμε τσέπες
Ό,τι γουστάραμε απλώναμε
Και παίρναμε αγκαλιά με τη φύση
Εκεί τουλάχιστον που τίποτα
Δεν πρόλαβε να τη μαγαρίσει
Από την πόλη που χτυπιέσαι
Σαν πουλί στο κλουβί θα σε πάρω
Και για τη χώρα των Μακίρι Τάρι
Σ’ ένα τζάμπο θα σε μπαρκάρω
Απ’ τη μιζέρια και την υπερκατανάλωση
Πριν ν’ αφομοιωθούμε
Να ξεγελάσουμε σαν Λάζαροι το θάνατο
Και ν’ αναστηθούμε
|
Pri pri me ti drosula
Ton kafé mu píno ki éna tsigáro
Ke prospathó na thimithó ta ónirá mu
Prin na kselabikáro
Onirevómuna pos imaste fevgáti
Sta vuná ke sta dási
Chorís mistíria, ksipnitíria
Ki óli etuti tin anófeli drási
Eki den iche aftokínita
Ki anthrópus na kitun san drapétes
Ke de mas éniaze kathólu gia leftá
Giatí den ichame tsépes
Ό,ti gustárame aplóname
Ke pername agkaliá me ti físi
Eki tuláchiston pu típota
Den prólave na ti magarísi
Apó tin póli pu chtipiése
San pulí sto kluví tha se páro
Ke gia ti chóra ton Makíri Tári
S’ éna tzábo tha se barkáro
Ap’ ti mizéria ke tin iperkatanálosi
Prin n’ afomiothume
Na ksegelásume san Lázari to thánato
Ke n’ anastithume
|