Μάνα με μαχαιρώσανε
δυο μαχαιριές μου δώσανε,
για μια κοπέλα π’ αγαπώ,
μανούλα μου, πώς να στο πω.
Μια μ’ άνοιξε πληγή βαθιά
κι η άλλη τρύπα στην καρδιά,
το αίμα μου όλο χύθηκε
κι αυτή δε με λυπήθηκε.
Και τώρα έχω τρεις πληγές
αγάπη και δυο μαχαιριές,
σύρε, μανούλα μου,
πω πω και πες της πως την αγαπώ.
Μανούλα μου, σαν γιατρευτώ,
πες της θα τηνε παντρευτώ
κι όλοι οι εχθροί θα σκάσουνε
στον γάμο μας σαν θα `ρθουνε.
|
Mána me macherósane
dio macheriés mu dósane,
gia mia kopéla p’ agapó,
manula mu, pós na sto po.
Mia m’ ánikse pligí vathiá
ki i álli trípa stin kardiá,
to ema mu ólo chíthike
ki aftí de me lipíthike.
Ke tóra écho tris pligés
agápi ke dio macheriés,
síre, manula mu,
po po ke pes tis pos tin agapó.
Manula mu, san giatreftó,
pes tis tha tine pantreftó
ki óli i echthri tha skásune
ston gámo mas san tha `rthune.
|